- υπερχλιω
- ὑπερχλίωὑπερ-χλίωкичиться, чваниться
(ἐκ γλώσσης κακῆς Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐκ γλώσσης κακῆς Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπερχλίω — Α είμαι υπέρμετρα ηδυπαθής και αυθάδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χλίω «ζω με τρυφή, με πολυτέλεια, μαλθακά»] … Dictionary of Greek
υπερχλιδώ — άω, Α (δ. γρφ.) ὑπερχλίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χλιδῶ «ζω μαλθακά, με πολυτέλεια, με τρυφή»] … Dictionary of Greek
ὑπερχλίοντες — ὑπερχλί̱οντες , ὑπερχλίω to be over wanton pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)